- ευλοέτειρα
- εὐλοέτειρα, ἡ (Α)(για πόλη) αυτή που έχει ωραία λουτρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θ. λοε- τού λούω (< *λοέω) + θηλ. κατάλ. -τειρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐλοέτειραν — εὐλοέτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)